παραγωγικώς
Смотреть что такое "παραγωγικώς" в других словарях:
βορβόρωσις — βορβόρωσις, η (AM) μσν. το βρόμισμα με βόρβορο αρχ. ο βορβορυγμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. βορβόρωσις λόγω της σημασίας του συνδέεται με το βορβορύζω*, ενώ παραγωγικώς συνδέεται με το ρ. βορβορῶ ( όω) («λερώνω με βόρβορο, βρομίζω»). Εξάλλου το μσν.… … Dictionary of Greek
παραγωγικός — ή, ό [παραγωγή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραγωγή 2. κατάλληλος, πρόσφορος για παραγωγή, αποδοτικός (α. «παραγωγική επιχείρηση» β. «παραγωγική εργασία») 3. φρ. α) «παραγωγικές δυνάμεις» (οικον.) οι δυνάμεις που αποτελούν διαρκή… … Dictionary of Greek